Διοίκηση και Ιδρύματα.

Το Άγιον Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού Κράτους με πρωτεύουσα τις Καρυές όπου εδρεύει ο πολιτικός διοικητής του Όρους που υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Πνευματικώς το Όρος υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έχει εδαφικά διαιρεθεί σε είκοσι αυτοδιοίκητες περιοχές. Κάθε περιοχή αποτελείται από μία κυρίαρχη μονή και διάφορους άλλους μοναστικούς οικισμούς γύρω από αυτήν (σκήτες, κελλιά, καλύβες, καθίσματα, ησυχαστήρια).
Όλες οι μονές είναι Κοινόβιες, δηλαδή κοινή λειτουργία, προσευχή, στέγη, σίτιση και εργασία μεταξύ των μοναχών. Υπεύθυνος της κάθε μονής είναι ο Ηγούμενος που εκλέγεται από τους μοναχούς της μονής ισόβια. Οι Ηγούμενοι κάθε μονής αποτελούν την Ιερά Σύναξη και ασκούν την νομοθετική εξουσία.
Παράλληλα κάθε χρόνο εκλέγεται από την μονή και ο αντιπρόσωπος της στην Ιερά Κοινότητα, η οποία ασκεί την διοικητική εξουσία, ενώ την εκτελεστική εξουσία ασκεί η Ιερά Επιστασία που αποτελείται από 4 μέλη επιλεγμένα από τις 5 πρώτες ιεραρχικά μονές. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την ιερά σύναξη που αποτελείται από 20 μέλη και συνέρχεται δύο φορές το χρόνο στις Καρυές. Η διοικητική εξουσία ασκείται από την ιερά κοινότητα, που αποτελείται από 20 μέλη με ετήσια θητεία, της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Λαύρας. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τετραμελή ιερά επιστασία, γι' αυτό και οι μονές διαιρούνται σε πέντε τετράδες. Η δικαστική εξουσία ασκείται από διάφορα σώματα. Τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα εκδικάζονται από τα δικαστήρια της θεσσαλονίκης, οι οριστικές διαφορές από την ιερά κοινότητα και σε δεύτερο βαθμό, από την Ιερά Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως με προεδρεύοντα τον Πατριάρχη.
Τα πταίσματα και οι μικρές παραβάσεις εκδικάζονται από τα δικαστήρια των μονών όπου διαπράχθηκαν.
Το Όρος απαλλάσσεται από κάθε δασμό ή φόρο.
Η είσοδος και η παραμονή γυναικών απαγορεύεται βάσει αρχαίου εθίμου.

Ιερές Μονές Αγίου Όρους

Κυρίαρχα ιδρύματα στο Άγιο Όρος είναι 20 μονές ενώ κάθε άλλο ίδρυμα είναι εξάρτημα μονής, που απαγορεύεται να αυξομειωθούν.
Είναι μεγάλα πολύπλοκα κτίρια που περιβάλλονται από δυνατό τείχος με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τον Πύργο με τις επάλξεις και τις πολεμίστρες που βοηθούσαν στην απομάκρυνση των πειρατών και των κατακτητών στα παραθαλάσσια κυρίως μοναστήρια. Έχουμε δύο ειδών μονές: ί) Τις Βασιλικές που λέγονται έτσι είτε γιατί η ίδρυση τους έγινε με εντολή και συνδρομή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ή γιατί επικυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, β) Τις Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές γιατί συνδέθηκαν με το Πατριαρχείο Κων/πόλεως που ανέλαβε την πνευματική περισσότερο εποπτεία τους (1313)(Πατριαρχικές) και από το σταυρό που τοποθετούσε ο Πατριάρχης ή ένας επίσκοπος στα θεμέλια πριν από την Ίδρυση τους (Σταυροπηγιακές).

Εξαρτήματα είναι τα καθίσματα, τα κελιά, οι καλύβες, οι σκήτες και τα ησυχαστήρια.

Σήμερα στο Άγιο Όρος υπάρχουν 20 κυρίαρχες Μονές,απο τις οποίες οι 17 είναι ελληνικές, Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Ξηροποτάμου, Δοχειαρίου, Καρακάλου, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Παύλου, Σταυρονικήτα, Ξενοφώντος, Γρηγορίου, Εσφιγμένου, Κωνσταμονίτου. Επίσης υπάρχει μια ρωσική Μονή(Αγίου Παντελεήμονος), μια σερβική (Χιλανδαρίου) και μια βουλγάρικη (Ζωγράφου).

Οι Μονές,ανάλογα με τη μορφή οργάνωσής τους,διακρίνονται σε "κοινοβιακές" και "ιδιόρρυθμες".

Πέρα απο τις Μονές υπάρχουν σήμερα στο Όρος 14 Σκήτες που αποτελούν μικρότερες μοναστικές μονάδες. Ακόμα, υπάρχουν μικρότερες μεμονομένες κατοικίες μοναχών που λέγονται "καλύβες" και, σε απρόσιτα μέρη,υπάρχουν τα "ερημητήρια",τα "ησυχαστήρια" και τα "καθίσματα", όπου εφαρμόζεται η πιο αυστηρή μορφή μοναχισμού(ασκητές).

Τα μοναστικά ιδρύματα στο Άγιον Όρος διαιρούνται σε έξι τάξεις:
1) τα μοναστήρια: Μπορεί να είναι κοινόβια ή ιδιόρρυθμα. Στα κοινοβιακά μοναστήρια οι πατέρες (μοναχοί) έχουν "τα πάντα κοινά και ουδέν ιδίον". Σε κάθε μονή επικεφαλής βρίσκεται ισόβιος ηγούμενος, που διοικεί το μοναστήρι με τη Γεροντία και τους Επισκόπους. Στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια οι μοναχοί έχουν τη δίαιτα ιδιωτική. Τη διοίκηση στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια την έχει n Επιτροπή και n Σύνταξη των Προϊσταμένων.
2) τις σκήτες: Είναι μοναστικά ιδρύματα στο έδαφος κυρίαρχης μονής, ύστερα από πράξη της μονής εγκεκριμένη από την Ιερή Κοινότητα και επικυρωμένη με πατριαρχικό σιγίλλιο. Είναι οργανωμένες κοινότητες που αποτελούνται από έναν αριθμό καλυβών. Προέρχονται από παλιές λαύρες και είναι εγκατεστημένες στο έδαφος κυρίαρχων μονών, στις οποίες ανήκουν και οι καλύβες. Οι διαβιούντες στις σκήτες ασχολούνται με τις τέχνες και τα εργόχειρα.
3) τα κελλιά: Είναι μοναστικά ιδρύματα που αποτελούνται από οικοδομές με μικρό ναϊσκο. Το κελί παραχωρείται με έγγραφο (ομόλογο) της κυρίαρχης μονής που στο έδαφός της βρίσκεται, σε τρία πρόσωπα με το σύστημα της διαδοχής. Ο πρώτος μοναχός είναι ο γέρων. Οι κελιώτες μοναχοί είναι υποχρεωμένοι να ζουν από την καλλιέργεια της γης και από τα χειροτεχνήματά τους.
4) τις καλύβες: είναι μικρότερα οικήματα από το κελλιά, με ενσωματωμένο ναΐδριο και χωρίς γεωργική έκταση. Χορηγείται από την οικεία μονή σε ένα άτομο ή σε ομάδα δύο-τριών ατόμων με μικρότερο τίμημα από εκείνο του κελλιού.
5) τα καθίσματα: Είναι μικρές καλύβες, όπου κατοικεί ένας μοναχός που δίνοντας ένα ορισμένο μικρό τίμημα στο γειτονικό μοναστήρι, μπορεί να διατρέφεται ισόβια από τη μονή. Οι μοναχοί που διαμένουν στα καθίσματα διακρίνονται από υψηλή πνευματικότητα.
6) τα ησυχαστήρια: Βρίσκονται σε ερημικές και απόκρημνες τοποθεσίες, μέσα σε σχισμές των βράχων σε σπηλιές και σε τρύπες όπως στο Ν.Δ. άκρο της χερσονήσου, για όσους επιθυμούν να ακολουθήσουν άσκηση στον πλέον απρόσκοπτο και υψηλότερο μοναχισμό.

Διάκριση μοναχών.
Κάθε ορθόδοξος χριστιανός, που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, μπορεί να μονάσει, παρουσιαζόμενος στον ηγούμενο ή επίτροπο, στον οποίο δηλώνει ότι έλαβε αυτή την απόφαση αυτοβούλως, οπότε και εγγράφεται στην τάξη των δοκίμων. Ο χρόνος θητείας του ως δόκιμος είναι ένα έτος, κατόπιν λαμβάνει την ευχή (βαθμό) του ρασοφόρου χωρίς υπόσχεση και υφίσταται την πρώτην κούρα. Οι ρασοφόροι μπορούν να επανέλθουν στα εγκόσμια χωρίς συνέπειες. Όποιος όμως επιθυμεί, μπορεί να προχωρήσει στο βαθμό του μικρόσχημου στον οποίο προσχωρεί μετά από μια δοκιμασία ερωταποκρίσεων, ώστε να διαπιστωθεί η ειλικρινής πρόθεση του να ακολουθήσει το μοναχικό βίο και υφίσταται δευτέρα κούρα, υποσχόμενος αγαμία, ακτημοσύνη και υπακοή.
Ανώτερος βαθμός είναι αυτός του μεγαλόσχημου, που προορίζεται για πολύ λίγους, καθώς λαμβάνεται συνήθως σε γεροντική ηλικία και απαιτεί αυστηρότερη άσκηση.


Η καθημερινή ζωή των μοναχών στο Άγιον Όρος.

Κάθε πρωί, προτού χαράξει, οι μοναχοί ξυπνούν από τον κτύπο της καμπάνας ή του σήμαντρου και προσέρχονται στην εκκλησία κάθε μονής.Μετά τον όρθρο και τη θεία Λειτουργία συγκεντρώνονται για το λιτό τους γεύμα, που αποτελείται από βραστές πατάτες, χόρτα του βουνού, καρύδια, ελιές, τυρί και μαύρο ψωμί. Κρέας δεν τρώνε ποτέ, το επίσημο φαγητό τους είναι το ψάρι.
Κατόπιν καταπιάνονται με τους κήπους, τα αμπέλια και με εργασίες καθαριότητας και επισκευών. Μερικοί μοναχοί ασχολούνται με την αγιογράφηση εικόνων ή και με θεολογικές μελέτες. Μετά τον εσπερινό, συγκεντρώνονται ξανά για ένα λιτό δείπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου τρώνε σιωπηλά, ακούγοντας τον αναγνώστη να διαβάζει ιερά κείμενα. Ακολουθεί το απόδειπνο. Μετά τη δύση του ήλιου οι μεγάλες ξύλινες πόρτες των μοναστηριών ασφαλίζονται και οι μοναχοί αποσύρονται.
Το εικοσιτετράωρο του μοναχού διαιρείται σε τρία οκτάωρα: ένα για προσευχή, ένα για εργασία και ένα για ξεκούραση. Εννοείται, ότι σε περιόδους εορτών και αγρυπνιών ο χρόνος της προσευχής αυξάνεται. Μια πανήγυρις στο Άγιον Όρος σημαίνει οπωσδήποτε παράταση του χρόνου λατρείας. Ο εσπερινός κρατάει πολλές ώρες. Γίνεται διακοπή, παρατίθεται τράπεζα και, μετά από λίγη ξεκούραση, ακολουθεί ο όρθρος με τη λειτουργία, που σε μερικά μοναστήρια διαρκούν έως 11 ώρες, όπου ψάλλουν καλλίφωνοι χοροί φημισμένοι σε όλο το Όρος. Συνήθως προσκαλείται να χοροστατήσει Μητροπολίτης από έξω, ή, ανάλογα με το τυπικό, ο Ηγούμενος άλλης αγιορείτικης μονής, στον οποίον επιφυλάσσεται υποδοχή δεσπότη. Η συνοδεία του γίνεται δεκτή προ των πυλών του μοναστηριού από έναν καταιγισμό κωδονοκρουσιών και γίνεται χρήση όλων των σήμαντρων. Αντίθετα, τις καθημερινές ακούγεται μόνο ο ήχος του ταλάντου, ενός ειδικού μακριού ξύλου που κρούεται από έναν μοναχό με ξύλινο σφυρί. Ο μοναχός, που το κρούει τρεις φορές με μικρές διακοπές, κάνει τον κύκλο του μοναστηριού. Από το πρώτο κτύπημα ο μοναχός αρχίζει να ετοιμάζεται και μετά το τρίτο βρίσκεται ήδη μέσα στο ναό.
Το τάλαντο είναι ένα από τα στοιχεία που διατηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια στο Όρος, ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους.
Ο ρυθμικός ήχος του ταλάντου, τό-τά, τό-τά, τό-τά, σημαίνει για τον μοναχό πως ήλθε η ώρα να φανερώσει το τάλαντο που του ενεπιστεύθη ο Κύριος και πως πρέπει να είναι έτοιμος να παρουσιαστεί.
Οι ορθόδοξοι μοναχοί πιστεύουν πως η σωτηρία της ψυχής μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με την προσωπική μυστική επικοινωνία με το θεό.
Καθώς, μάλιστα, ο ορθόδοξος Χριστιανισμός δεν πέρασε - όπως ο καθολικισμός - ούτε από μεσαιωνική θεολογική επανάσταση, ούτε από Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση, έχει καταφέρει να διατηρήσει την αυθεντική ουσία του Χριστιανισμού, απρόσβλητη από αλλοιώσεις.

Το Αγιον Όρος αποτελεί, για τους Έλληνες, την κοιτίδα των εθνικών τους παραδόσεων και είναι ακριβώς εκείνο το κομμάτι της Ελλάδας, στο οποίο διασώθηκαν για πάνω από χίλια χρόνια οι ελληνοχριστιανικές παραδόσεις, τα γράμματα και η γνήσια βυζαντινή λατρεία. Είναι η ιερή παρακαταθήκη που περιέχει τις πηγές για τους ερευνητές της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης και συγχρόνως αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο, πλούσιο σε πολύτιμους θησαυρούς και κειμήλια της ορθοδόξου παραδόσεως.