Ιστορικό

Άθως, ένας τεράστιος πέτρινος όγκος, με ύψος 2.033 μέτρα, σε μιά στενή λωρίδα στεριάς μέσα στη θάλασσα.
Άθως ήταν και ο γίγαντας, που έριξε έναν τεράστιο βράχο κατά του Θεού Ποσειδώνα, έπεσε στη θάλασσα σχηματίζοντας έτσι αυτή τη χερσόνησο με το ομώνυμο βουνό, απ' τον οποίον πήρε και το όνομα.
Κατά άλλους τον βράχο τον έριξε ο Ποσειδώνας εναντίον του Αθωνα.
Αυτά αναφέρει η Μυθολογία κατά την σύγκρουση μεταξύ θεών και γιγάντων.
Και το επιβεβαιώνει και ο Όμηρος, ότι στην κορυφή του υπήρχαν βωμοί παλιάς λατρείας.
Η χερσόνησος στην αρχαιότητα καλείται Ακτή, σιγά σιγά όμως το όνομα του βουνού επικρατεί και για τη χερσόνησο, κι από τα χρόνια του Ηρόδοτου (5ος π.Χ. αι.).
Άθως καλείται και το βουνό και n χερσόνησος.
Ως πρώτοι κάτοικοι του Άθωνα αναφέρονται Θράκες, αλλά και Πελασγοί από τη Λήμνο, αργότερα δε γύρω στα 800 π.Χ.φτάνουν εκεί άποικοι από την Ερέτρια κι από τη Χαλκίδα (από τους τελευταίους ονομάστηκε Χαλκιδική ολόκληρη η χερσόνησος).
Από τις πόλεις που υπήρχαν στον Άθωνα στην αρχαιότητα μόνο τα ονόματα έχουν σωθεί, καταστράφηκαν όλες στα χρόνια των ρωμαιομακεδονικών πολέμων (2ος π.Χ. αι.) και σιγά σιγά εξαφανίστηκαν. Συχνά οι πόλεις αυτές αναφέρονται στα έργα των αρχαίων συγγραφέων Ομήρου, Θουκυδίδη, Πλουτάρχου, Απολλώνιου.
Όπως μαρτυρούν τα περισωθέντα ερείπια, είχαν ιδρυθεί πόλεις, περιμετρικά της χερσονήσου, μεταξύ των οποίων αναφέρονται η Σάνη, η Ουρανούπολις, το Παλαιώριον, η Θύσσος, οι Κλεωνές, οι Ακρόθωοι (Απολλωνία), η Χαράδρια, η Ολόφυξος και το Δίον. Από αυτές, η Σάνη, πρώτη πόλη μετά τη διώρυγα, αποικίστηκε τον 7ο π.Χ. αι. από Άνδριους και υπήρξε επισημότερη από την ομώνυμη της, της χερσονήσου, της Κασσάνδρας.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στάθηκε στο πλευρό των Αθηναίων γι' αυτό κατελήφθη από το Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα. Μετά από την "Ειρήνη του Νικία", παρέμεινε σύμμαχος και φόρου υποτελής στους Αθηναίους μέχρι να καταστραφεί από τον Φίλιππο της Μακεδονίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, στη θέση της κτίστηκε, από τον Αλέξαρχο, μια νέα πόλη που ονομάστηκε Ουρανούπολις και που, σε σύντομο χρονικό διάστημα, έφτασε σε μεγάλη ακμή, όπως φανερώνουν τα νομίσματα της, με την επιγραφή ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΠΟΛΙΣ. Άγνωστος παραμένει ο χρόνος καταστροφής της.
Το Παλαιώριον βρισκόταν νοτίως της Σάνης, όπου σήμερα η Μονή Ζωγράφου.
Η Θύσσος, αρχαία πόλη, που αποικίστηκε από Χαλκιδείς, βρισκόταν ανάμεσα στις σημερινές θέσεις των Μονών Ζωγράφου και Δοχειαρίου και ήταν μια από τις πόλεις που δέχτηκε επίθεση από τις δυνάμεις του Ξέρξη. Μετά την αποχώρηση των Περσών, συμμάχησε με τους Αθηναίους, το 423 π.Χ. καταλήφθηκε από το Βρασίδα και το 420 π.Χ. ανακτήθηκε από τους Αθηναίους.
Νοτίως της Θύσσου, στην παραλία, βρίσκονταν οι Κλεωνές, στη θέση της Μονής Ξηροποτάμου, όπου και σήμερα υπάρχουν ερείπια της αρχαίας πόλης, όπως βωμός, στήλες και άλλα. Αυτές οι πέντε πόλεις βρίσκονταν στη δυτική παραλία της χερσονήσου του Άθω.
Στην ανατολική πλευρά υπήρχαν οι παρακάτω:
Το Ακρόθωο, αρχαία πόλη που φημιζόταν για τη μακροβιότητα των κατοίκων της, που ονομάζονταν Μακρόβιοι και που όμως τιμωρήθηκαν για την αθεΐα τους με καταστροφικό σεισμό. Η πόλη βρισκόταν στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου, όπου σήμερα η Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στη θέση αυτή ο Πλίνιος αναφέρει και μια πόλη Απολλωνία - που δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμη της, της Μυγδονίας και της Χαλκιδικής - η οποία φαίνεται πως κτίστηκε μετά την καταστροφή του Ακροθώου, στην ίδια θέση ή κοντά σ' αυτήν.
Η Χαράδρια, που αναφέρεται από το Σκύλακα τον Καρυανδέα ως ελληνική πόλη, βρισκόταν πιθανότατα στη θέση της Μονής Βατοπαιδίου, όπου υπάρχουν ερείπια αρχαίας πόλης και βρέθηκαν επιγραφές.
Η Ολόφυξος βρισκόταν βορείως της Χαράδριας, σε μικρό όρμο, ανάμεσα στις θέσεις των Μονών Χιλανδαρίου και Εσφιγμένου, όπου υπάρχει ένας πύργος και ερείπια αρχαίας πόλης. Αυτή είναι η δεύτερη πόλη - μετά τη Σάνη - από τη διώρυγα που υποτάχθηκε στους Πέρσες και που, μετά την αποχώρηση τους, συμμάχησε με τους Αθηναίους μέχρι να προσχωρήσει, το 424 π.Χ., στο στρατηγό Βρασίδα.
Τέλος, το Δίον, αρχαία πόλη που αποικίστηκε από Ερετριείς, βρισκόταν στο Β.Α. άκρο της χερσονήσου, κοντά στο σημερινό ακρωτήρι Πλατύ, και που πήρε το όνομα της από ένα ναό του Δία που κτίστηκε εκεί. Η πόλη, που αποικίστηκε κατά τον 7ο π.Χ. αι., παρέμεινε ελεύθερη μέχρι την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου ως σύμμαχος των Αθηναίων και, μετά την αποχώρηση των Περσών, αντιστάθηκε σθεναρά στον Βρασίδα, ο οποίος, μη μπορώντας να την κυριεύσει, τη λεηλάτησε (423 π.Χ. αι.).
Λίγο αργότερα όμως, οι Διάτες, αφού κατέλαβαν τη σύμμαχο των Αθηναίων, Θύσσο, αποστάτησαν από αυτούς και συμμάχησαν με τους Χαλκιδείς, ιδρύοντας μια συνομοσπονδία 32 πόλεων, μαζί με τις οποίες καταστράφηκε αργότερα και το Δίον από το Φίλιππο. Το ότι το Δίον υπήρξε μια από τις επισημότερες πόλεις της Χαλκιδικής μαρτυρεί αρχαίο νόμισμα που φέρει την επιγραφή ΔΙΑΤΩΝ και κεφαλή του Ηρακλή με τη λεοντή και το ρόπαλο.

Επί 1.000 σχεδόν χρόνια από τότε δεν υπάρχει καμιά σαφής ιστορική πληροφορία για τον Άθω.
Τα πρώτα ίχνη προσωπικής παρουσίας στο Άγιον Όρος, ασαφή όμως και αμφίβολα, σημειώνονται τον 7ο μ.Χ. αι.: είναι του Πέτρου του Αθωνίτη. Στον αιώνα αυτό φαίνεται πως αρχίζει να δημιουργείται ένα ρεύμα μοναχών προς τον Άθω από την Αίγυπτο, όπου προχωρεί n αραβική κατάκτηση. Τότε ίσως ιδρύθηκαν τα πρώτα μικρά μοναστήρια και n Καθέδρα των Γερόντων, το συλλογικό όργανο που έχει την έδρα του κοντά στη "διώρυγα του Ξέρξη" και αντιμετωπίζει τα κοινά προβλήματα. Το ρεύμα προς τον Άθω θα γίνει ισχυρό αργότερα και ιδίως όταν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι θα καταλύσουν τη βυζαντινή ανατολή, ο ανατολικός μοναχισμός θα καμφθεί, τα μοναστικά κέντρα θα διαλυθούν και το κέντρο του βάρους θα μεταφερθεί στη Δύση, όπου θα δημιουργηθούν νέα ιδρύματα λατρείας και άσκησης. Οι μοναχοί, οι ασκητές και ερημίτες που κατευθύνονται στο Άγιον Όρος ωθούνται από την πίστη και έλκονται από την ασφάλεια, το θρύλο και την αίγλη.
Σαφείς ιστορικές πληροφορίες για το Άγιον Όρος υπάρχουν από τον 9ο αι. Ο πληθυσμός του, μοναχικός και λαϊκός, έχει πυκνώσει.
Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α' ορίζει το 885 με χρυσόβουλο (το αρχαιότερο έγγραφο που έχει σωθεί σχετικά με το Άγιον Όρος) ότι n χερσόνησος αποτελεί τόπο άσκησης και ανήκει αποκλειστικά στους μοναχούς. Από τότε ο μοναχικός βίος οργανώνεται συστηματικότερα και n Καθέδρα των Γερόντων μεταφέρεται στη Μέση, στις σημερινές Καρυές, όπου ονομάζεται "Πρωτάτον", από τον "Πρώτο", τον επιλεγμένο άρχοντα της ιερής πολιτείας.
Λίγο αργότερα εμφανίζεται στο Άγιον Όρος ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με όπλα την παιδεία του, τις σπάνιες ικανότητές του και τη φιλία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, φέρνει νέο πνεύμα στη ζωή των ερημιτών. Έχτισε τη μονή της Λαύρας (963), οργάνωσε τη ζωή των μοναχών και "εις κόσμον το Όρος μετεποίησεν αγρούς γαρ έσπειρε και εφύτευσεν αμπελώνας και καρπόν γεννήματος εποίησεν". Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου, με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη αντιδρούν και ζητούν την παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Τη σύγκρουση των δύο αντιθέτων τάσεων ρύθμισε ο πρώτος καταστατικός χάρτης του Άγιου Όρους, το "Πρώτο Τυπικό", που το σύνταξε ο Αθανάσιος Αθωνίτης, το επικύρωσε με την υπογραφή του (971 ή 972) ο Τσιμισκής, και αποτελεί σήμερα το ιερότερο κειμήλιο του Άγιου Όρους. Είναι ο λεγόμενος "Τράγος" (δηλαδή από δέρμα τράγου), ένας ρολός από περγαμηνή πάνω από τρία μέτρα, που φυλάγεται σ' ένα σφραγισμένο κιβώτιο στην Ιερά Κοινότητα, στις Καρυές, το οποίο δεν ανοίγεται παρά σ' εξαιρετικές περιπτώσεις και με ολόκληρη ιεροτελεστία. Η υπογραφή του Τσιμισκή που υπάρχει στον "Τράγο", με το κόκκινο αυτοκρατορικό μελάνι, είναι το αρχαιότερο παράδειγμα αυτόγραφης βασιλικής υπογραφής το οποίο σώζεται.
Mε την εφαρμογή του "Πρώτου Τυπικού" n ζωή αλλάζει: οι σκορπισμένοι μοναχοί συντάσσονται σε κοινότητες, χτίζουν νέα μοναστήρια, ο ερημικός βίος γίνεται ζωή ομαδική και το κοινόβιο αντικατασταίνει την παλιά μορφή ασκητείας. Το 980 μνημονεύονται και οι πρώτοι μοναχοί από τη Δύση: προέρχονται από την ιταλική πόλη Αμάλφι και χτίζουν, μεταξύ 985 - 990, τη μονή των Αμαλφηνών ή Αμαλφητών, n οποία όμως δε μπόρεσε να επιζήσει μέσα στην εχθρότητα που αναπτύχθηκε αργότερα εναντίον των Λατίνων.
Στα ίδια χρόνια χτίζουν δική τους μονή και οι Ίβηρες, ορθόδοξοι που κατοικούσαν γύρω από τον Καύκασο.
Στο τέλος του 10ου αι. n Λαύρα έχει 800 μοναχούς και σ' όλον τον Άθω υπάρχουν 180 μοναστήρια. Στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042 - 1054) n τάξη έχει διασαλευτεί και συντάσσεται το "Τυπικό" (σώζεται το πρωτόγραφό του).
Στον 11ο αι. έρχονται σ' επαφή με τον Άθω και οι Ρώσοι, που εγκατασταίνονται στη μονή του Ξυλουργού και το 1169 ανεγείρουν την μονή Παντελεήμονα. Στα χρόνια του Αλέξιου Κομνηνού (1081 - 1118) n τάξη του Αγίου Όρους διαταράσσεται πάλι από τους γύρω πληθυσμούς, που καταφεύγουν εκεί με τα ποίμνιά τους για να γλιτώσουν από τους πειρατές. Ο αυτοκράτορας παίρνει μέτρα για την αυτονομία του Αγίου Όρους, απομακρύνει τους λαϊκούς, και επεκτείνει το "άβατο" σε κάθε θηλυκό πλάσμα και καθιερώνει επίσημα την ονομασία Άγιον Όρος.
Γύρω στα 1198 εγκατασταίνονται οι Σέρβοι στη μονή του Χιλανδαρίου.
Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας (που αρχίζει με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204) το Άγιον Όρος έπαθε μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες, και μόνο n προσωπική παρέμβαση του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκου (1206 - 1216) το έσωσε από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης δοκιμάζει νέα δεινά. Οι μοναχοί αντιδρούν στην πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1261 - 1282) που αποβλέπει στην ένωση των Εκκλησιών.
Ο αυτοκράτορας φτάνει ο ίδιος στο Άγιον Όρος και διατάζει να δημευτούν περιουσίες, να καταστραφούν μονές (οι μονές Βατοπεδίου, Ιβήρων και Ζωγράφου κάηκαν) και να θανατωθούν μοναχοί, αλλά δεν κατορθώνει να μετακινήσει τους Αγιορείτες από τις απόψεις τους.
Νέα συμφορά ήταν οι Καταλανοί μισθοφόροι του Ανδρόνικου Παλαιολόγου (1282 - 1328), που εισέβαλαν στο Άγιον Όρος και κατέστρεψαν τα πάντα. Όταν έφυγαν, το 1309, από τα μοναστήρια που υπήρχαν, 25 μόνο έμεναν όρθια (από αυτά 13 σώζονται ως σήμερα). Ακολουθεί περίοδος θρησκευτικών διενέξεων (Ησυχαστές) που δεν περιορίζονται στον Άθω, αλλά, μαζί με κοινωνικές ταραχές και εμφύλιους πολέμους, ταράζουν το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής από το 1339 έως το τέλος σχεδόν του 14ου αι. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι ανεξάρτητα από τη γενικότερη κοινωνική και πολιτική ακαταστασία του βυζαντινού κράτους στα χρόνια αυτά και ιδίως από την εξάπλωση των Τούρκων. Το 1345 κυριεύουν το Άγιον Όρος οι Σέρβοι και το κρατούν πάνω από πέντε χρόνια.
Ο ηγεμόνας τους Στέφανος Δουσάν και n γυναίκα του Ελένη (που θα μονάσει αργότερα στις Σέρρες με το όνομα Ελισάβετ) επισκέπτονται όλες τις μονές και τις ενισχύουν πλουσιοπάροχα.
Όταν το 1430 οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί πρόσφεραν την υποταγή τους στο σουλτάνο Μουράτ Β', ο οποίος την αποδέχτηκε και τους αναγνώρισε τα προνόμια που είχαν.
Το ίδιο έγινε και το 1453 με το Μωάμεθ, όταν κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη. Με την αναγνώριση της αυτονομίας και των προνομίων του, το Άγιον Όρος κληρονομεί τώρα από τη Βασιλεύουσα την ηγεσία στα γράμματα και τις τέχνες και γνωρίζει μια περίοδο ευημερίας που θα κρατήσει ως τα μέσα του 16ου αι.
Η βαθύτερη φορολογία όμως, n δήμευση κτημάτων, n πειρατεία κ.ά. οδηγούν σιγά σιγά στο μαρασμό. Τα μοναστήρια σε λίγο δεν μπορούν να συντηρήσουν τους μοναχούς (n Λαύρα από 800 που είχε άλλοτε τώρα έχει 5-6).
Με την κατάσταση αυτή οι μοναχοί αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα κοινόβια και να φροντίζει ο καθένας για τον εαυτό του, τότε παρουσιάζονται για πρώτη φορά ιδιόρρυθμα μοναστήρια και σκήτες. Κάποια άνθηση θα έρθει αργότερα με την ενίσχυση των ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών.
Στο 18ο αι. μονάζουν στο Άγιον Όρος Βλάχοι και Μολδαυοί, ιδίως στη σκήτη του Προδρόμου.
Στα μέσα του 18ου αι. συστήθηκε η Αθωνιάδα Σχολή, στη Μονή Βατοπαιδίου, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκε ο Ευγένιος Βούλγαρις, διευθυντής ως τότε της Β' σχολής των Ιωαννίνων (1753) και το Άγιον Όρος γίνεται κέντρο πνευματικής κίνησης απ' όπου θα περάσουν λόγιοι που πρόσφεραν πολλά στη νεοελληνική αναγέννηση. Οι περισσότεροι όμως μοναχοί θεώρησαν πως αυτή η σχολή θα εισήγαγε καινά δαιμόνια, με αποτέλεσμα, μετά πάροδον μόλις επτά ετών, η διεύθυνση της να περάσει στα χέρια των συντηρητικών Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη (1713-1784) και Αθανασίου Πάριου (1722-1813), που υπήρξαν και πρωταγωνιστές της πνευματικής κινήσεως των "Κολλυβάδων", κινήσεως που στόχευε στην επιστροφή στη γνησιότητα και στην κάθαρση της εκκλησίας από κάθε ξένο στοιχείο που θα νόθευε την αλήθεια της.
Το 1754 ο Κοσμάς Λαυριώτης εγκατάστησε στη Λαύρα το πρώτο τυπογραφείο. Σε λίγο το Άγιον Όρος θα ταραχτεί από νέες δογματικές έριδες, στις οποίες θα προστεθούν αργότερα και οι αντιθέσεις (που δεν περιορίζονται μόνο στο Άγιον Όρος) απέναντι στα επαναστατικά κηρύγματα που έρχονται από την Ευρώπη κι από το Ρήγα. Το Άγιον Όρος αντιστρατεύεται τους νεωτερισμούς και τη "φιλοσοφία" της Ευρώπης και μένει αμετακίνητο στα "όρια ά οι πατέρες έθεντο". Στα 1874 ο πατριάρχης Γαβριήλ Δ' προσπαθεί, με αυστηρές διατάξεις, να ξαναφέρει το κοινοβιακό σύστημα ανασυντάσσοντας τα παλαιά τυπικά.

Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, οι μοναχοί αναθάρρησαν και με επικεφαλής το Νικηφόρο Ιβηρίτη, το Θεόφιλο Βατοπεδινό και το Ναθαναήλ Λαυριώτη, ανακήρυξαν αρχιστράτηγο Μακεδονίας τον Εμμανουήλ Παππά, ο οποίος, εκστρατεύοντας προς τη Θεσσαλονίκη, συγκρούονται με τους Τούρκους στην Κασσάνδρα και στα στενά της Ρεντίνας. Άπειροι και ασύντακτοι καθώς είναι, συντρίβονται, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εγκαταστήσουν για εννέα χρόνια (1821-1829) ισχυρότατες φρουρές στις μονές, καταργώντας τα προνόμια και προβαίνοντας σε λεηλασίες.
Σ' αυτά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας συνέρρεαν στο Όρος, για άσκηση στο μοναχισμό, ορθόδοξοι ανεξαρτήτως εθνικότητος.
Το 19ο αι. όμως, λόγω της εθνικής αφυπνίσεως των λαών της Βαλκανικής και της εντάσεως της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής, άρχισε ένας ανταγωνισμός ιδρύσεως μονών, κυρίως ανάμεσα στους Ρώσους, τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους και τους Σέρβους.
Το Νοέμβρη του 1821 οι Τούρκοι μπαίνουν στο Άγιον Όρος, όπου καταστρέφουν και λεηλατούν τα πάντα. Αποχωρούν την άνοιξη του 1822 αφήνοντας μια φρουρά που θα παραμείνει ως το 1830.
Με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους το Άγιον Όρος παραμένει στη διοίκηση του σουλτάνου, του αναγνωρίζονται όμως όλα τα παλαιά προνόμια.
Σ' αυτά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και από το 1833 αρχίζουν να ξαναγυρίζουν οι μοναχοί που είχαν φύγει για λόγους ασφάλειας, και όλοι μαζί προσπαθούν να επανορθώσουν τις καταστροφές και συνέρρεαν στο Όρος, για άσκηση στο μοναχισμό, ορθόδοξοι ανεξαρτήτως εθνικότητος, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι και Σέρβοι. Στην περίοδο αυτή δημιουργεί προβλήματα n προσπάθεια των Ρώσων να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους και την ιδιοκτησία τους.
Το 1876 n τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα μοναστήρια ανήκαν στο Πατριαρχείο, ενώ οι μοναχοί ήταν υπήκοοι του σουλτάνου, αυτεξούσιοι να διακανονίζουν τα ζητήματα της πολιτείας τους και πνευματική τους εξουσία είχαν τον πατριάρχη.
Τα δικαιώματα των μοναχών του Αγίου Όρους αναγνώρισε, δύο χρόνια αργότερα, και το Συνέδριο του Βερολίνου.
Πρώτοι οι Βούλγαροι, από τη Μονή Ζωγράφου και αργότερα από τη Μονή Χιλανδαρίου, το 1835, μετέτρεψαν σε κοινόβια σκήτη το παλιό κελί του Ξυλουργού, ονομάζοντας το, Βογορόδιτσα.
Το 19ο αι. επανήλθαν οι Ρώσοι στη Μονή Παντελεήμονος (Ρούσικο), το 1839 κατέλαβαν τη Σκήτη του Προφήτη Ηλία και το 1849 το κελί του Αγίου Ανδρέα, μετατρέποντας τα σε κοινόβιες σκήτες.
Το 1855 οι Ρουμάνοι ίδρυσαν, κοντά στη Λαύρα, την κοινόβια σκήτη του τιμίου Προδρόμου, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να την αναδείξουν σε μονή.
Τέλος, οι Σέρβοι έθεσαν υπό τον έλεγχο τους τη Μονή Χιλανδαρίου.

Στις 2 Νοεμβρίου 1912 αγκυροβόλησε στη Δάφνη μοίρα του ελληνικού στόλου με επικεφαλής το θωρηκτό Αβέρωφ και τέσσερα αντιτορπιλλικά αποβίβασε αγήματα στο επίνειο των Καρυών, τη Δάφνη, υψώνοντας την Ελληνική σημαία. Οι αντιδράσεις των διάφορων δυνάμεων, και ιδίως της Ρωσίας, δεν άλλαξαν τα πράγματα.
Η Ιερή Κοινότητα με ψήφισμά της (3 Οκτωβρίου 1913) κήρυξε το Άγιον Όρος αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας.
Ο καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους (1924) και τα εκάστοτε ισχύσαντα ελληνικά Συντάγματα ορίζουν το Άγιον Όρος ως αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους, που τελεί υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και που διοικείται από 20 κυρίαρχες Μονές με την εποπτεία των κρατικών αρχών.